-
1 αγκυλη
(ῠ) ἥ1) петля(πλεκταὴ ἀγκύλαι Eur.)
ἱμάντες ἀγκύλαι Xen. — ременные петли2) тетива(ἀγκύλαι χρυσόστροφοι Soph.)
3) дротик с метательной петлей(ἀγκύλας ἐν χεροῖν ἔχειν Eur.)
1 αγκυλη
(πλεκταὴ ἀγκύλαι Eur.)
(ἀγκύλαι χρυσόστροφοι Soph.)
(ἀγκύλας ἐν χεροῖν ἔχειν Eur.)